-
1 ἐκ-τελευτάω
ἐκ-τελευτάω, ganz beendigen; Pind. P. 12, 29; κεῖνος ὄρνις ἐκτελευτάσει ματρόπολιν Θήραν γενέσϑαι, wird es zu Ende führen, bewirken, 4, 19; u. so von Schicksalsbestimmung Soph. Trach. 169; μακρὸν δὲ μῆκος ἐκτελευτήσας χρόνου Aesch. Prom. 1090; – intr., ὅπως ταῠτα ἐκτελευτήσει καλῶς Aesch. Suppl. 411.
-
2 εκτελευταω
1) совершать, осуществлять(τι и γενέσθαι τι Pind.)
2) завершать, оканчивать, pass. оканчиваться Soph.3) заканчиваться